πανικό

πανικό
(panicum). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει γύρω στα 500 είδη, γνωστότερα με την κοινή ονομασία κεχρί.
* * *
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ποώδη, οικογένεια αγρωστώδη, και τού οποίου πολλά είδη είναι γνωστά με την κοινή ονομασία κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. panicum < λατ. panicum, είδος φυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… …   Dictionary of Greek

  • κραχ — Χρηματιστηριακός όρος, ο οποίος δηλώνει τη μεγάλη και απότομη πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου. Η πτώση αυτή προκαλείται από πανικό, εξαιτίας διαφόρων οικονομικών, δημοσιονομικών ή πολιτικών γεγονότων. Ο όρος κ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά… …   Dictionary of Greek

  • πανικοβάλλω — 1. προκαλώ πανικό 2. μέσ. πανικοβάλλομαι κυριεύομαι από πανικό, μέ πιάνει μεγάλος φόβος για κάτι, τρομοκρατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανικός + βάλλω «ρίχνω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • па́ника — и, ж. Внезапный непреодолимый страх, смятение, охватившие кого л. (обычно сразу многих людей). Впасть в панику. Поддаться панике. □ Мною овладел страх, который я тщетно усиливался побороть, стараясь казаться спокойным. Я бросился стремглав вслед… …   Малый академический словарь

  • Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • ενσπείρω — (AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) [σπείρω] διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό») μσν. εμφυτεύω αρχ. σπείρω σ έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • πανικόβλητος — η, ο [πανικοβάλλομαι] αυτός που έχει κυριευθεί από πανικό είτε εξαιτίας ενός υπαρκτού είτε εξαιτίας ενός φανταστικού ή αναμενόμενου γεγονότος, τρομοκρατημένος, υπερβολικά φοβισμένος …   Dictionary of Greek

  • πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …   Dictionary of Greek

  • πανωλόβλητος — η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από τη νόσο πανώλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλης + βλητος (βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”